Εργασίες για την θεματική εβδομάδα 2018

Στα πλαίσια της θεματικής εβδομάδας οι μαθήτριές της Α'  τάξης Παπαγεωργιάδου Αγγελική και Τσανίδου Ανατολή εμπνεόμενες από τον Αισώπειο μύθο με θέμα "η ομορφιά δεν είναι το παν"  συνέγραψαν δικούς τους, τους οποίους σας παρουσιάζουμε.

 

 

 

Η αγριοτριανταφυλλιά και η τσουκνίδα

         της Αγγελικής-Ευφημίας Παπαγεωργιάδου

 

            Πάνω στα σκουριασμένα κάγκελα της έρημης και απεριποίητης αυλής, άπλωνε τα κλαδιά της η θεριεμένη αγριοτριανταφυλλιά. Δίχως να τη φροντίζει ανθρώπινο χέρι, εκείνη επέμενε κάθε άνοιξη να μπουμπουκιάζει χαρίζοντας την πορφυρή της ζωντάνια στη μουντή και θλιβερή όψη του ρημαγμένου παλιόσπιτου. Και όταν τα μπουμπουκάκια της μεταμορφώνονταν σε κατακόκκινα, ολάνθιστα τριαντάφυλλα, ακόμη και ο πιο βιαστικός και αφηρημένος διαβάτης δεν μπορούσε ν` αντισταθεί στην ομορφιά της και έριχνε έστω και μια κλεφτή ματιά κατά το μέρος της αυλής.

            Η κόκκινη αγριοτριανταφυλλιά ήταν η βασίλισσα του φράχτη και καμάρωνε πολύ γι` αυτό. Και πιο πολύ καμάρωνε, όταν έπιανε το κουβεντολόι με τη γειτόνισσά της, την κοντούλα και άκαρπη τσουκνίδα που είχε ριζώσει δίπλα στο «καμάρι» της αυλής.

            «Για κοίτα, καλέ, τα υπέροχα πέταλά μου! Έχεις δει πιο φλογερό κόκκινο; Είμαι αναμφισβήτητα το πιο όμορφο λουλούδι του κόσμου! Πόσο αδικούμαι σ` αυτήν εδώ την αυλή! Και πολύ περισσότερο που έχω εσένα, την άσχημα τσουκνίδα δίπλα μου. Αν μάλιστα δεν είχα και αυτά τα παντελώς άχρηστα αγκάθια πάνω μου, θα ήμουν η βασίλισσα όχι μόνο όλου του κόσμου αλλά και όλου του σύμπαντος!»

            Η ταπεινή τσουκνίδα άκουγε με προσοχή την καμαρωτή αγριοτριανταφυλλιά και ζάρωνε στη γωνιά της. Ειδικά, κάθε Ιούλη που η κατακόκκινη αγριοτριανταφυλλιά βρισκόταν στις μεγάλες της δόξες, η καημενούλα η τσουκνίδα ευχόταν ν` ανοίξει η γη να την καταπιεί.

            Έτσι και εκείνο το κυριακάτικο πρωινό μετά το σχόλασμα της εκκλησίας. Η τσουκνίδα λούφαζε μαζεμένη κάτω από τον ίσκιο της αγριοτριανταφυλλιάς ξέροντας καλά πως η γειτόνισσά της θα έκλεβε και πάλι την παράσταση. Όλοι εκείνη θα θαύμαζαν. …

            Ανάμεσα λοιπόν στους διαβάτες που αιχμαλώτισε με τη γοητεία της η περήφανη αγριοτριανταφυλλιά ήταν και η κυρία Βούλα· έστεκε για πολλή ώρα έξω από την αυλή του παλιόσπιτου με τη γειτόνισσά της, την κυρία Βαγγελιώ κουβεντιάζοντας και κουτσομπολεύοντας. Μιλούσε, ολοένα μιλούσε, αλλά το βλέμμα της έπεφτε λαίμαργα πάνω στην κόκκινη «μαγεία» του φράχτη. Σε λίγο τελείωσε το κουβεντολόι των δύο γυναικών, η κυρα-Βαγγελιώ τράβηξε για το σπίτι της, αλλά η κυρα-Βούλα έμεινε εκεί, κάπως αναποφάσιστη…

            Στο τέλος όμως …το αποφάσισε και τρύπωσε μισανοίγοντας τη βαριά, σιδερένια αυλόπορτα. Εντόπισε το πιο ελκυστικό και θελκτικό άνθος. Άπλωσε με απληστία το χέρι της αλλά…

            «Ωχ! Πσνάθεμα σε, παλιολούλουδο!»

            Η κυρα-Βούλα τράβηξε με θυμό το ματωμένο της δάχτυλο και έφυγε τρέχοντας από την αυλή.

            «Κατάλαβες τώρα μικρή μου τσουκνίδα; Κανείς δεν μπορεί ν` αγγίξει μια βασίλισσα. Τη θάμπωσε η λάμψη μου», καυχήθηκε η κόκκινη αγριοτριανταφυλλιά.

            «Δεν ήταν η λάμψη σου, κοκορόμυαλη αυτό που σ` έσωσε αλλά τα …», δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την κουβέντα της, όταν η κυρα-Βούλα επανήλθε δριμύτερη στην αυλή κρατώντας στα χέρια της ένα τεράστιο ψαλίδι.

            «Όχι, που θα μου γλιτώνατε», φώναξε γεμάτη χαρά και άρχισε να κόβει με προσοχή τα υπέροχα άνθη αποφεύγοντας τα αγκάθια. Αφοσιωμένη όμως όπως ήταν στο έργο της… αποψίλωσης της φουντωτής αγριοτριανταφυλλιάς, δεν πρόσεξε την μικρούλα τσουκνίδα χαμηλά στα πόδια της –έτσι κι αλλιώς δεν την πρόσεχε κανείς. Στην προσπάθειά της λοιπόν να τσακώσει ένα ολάνοιχτο πανέμορφο τριαντάφυλλο που ήταν στα πιο ψηλά κλαδιά και κάπως κρυμμένο πίσω από την πλούσια φυλλωσιά, σκόνταψε και βρέθηκε φαρδιά πλατιά στην αγκαλιά της τσουκνίδας. Ξέχασε μεμιάς τότε η κυρα-Βούλα τα ωραία τριαντάφυλλα και όπου φύγει-φύγει.

            «Τουλάχιστον εγώ δεν πρόκειται ποτέ μου να κινδυνεύσω εξαιτίας της ομορφιάς μου», είπε η τσουκνίδα. «Όσο για σένα, ελπίζω να κατάλαβες ότι αυτό που τελικά σ` έσωσε δεν ήταν τα βασιλικά κατακόκκινα ροδοπέταλά σου…».

 

 

       ¨Η Κουκουβάγια και τα πτηνά του δάσους¨

της Τσανίδου Ανατολής

   

            Κάποτε σ΄ ένα καταπράσινο δάσος με πανύψηλα έλατα, καστανιές, αγριοφουντουκιές, κέδρα και κάθε λογής άλλα δέντρα, ζούσε μια γριά κουκουβάγια με
την οικογένεια της.

           Κάθε μέρα όλα τα πουλιά του δάσους, τσίχλες, σπουργίτια, αηδόνια, κοτσύφια, κίσσες, κοκκινολαίμηδες ξετρύπωναν απ΄τις φωλιες τους και πετούσαν εδώ κι εκεί άλλα τιτιβίζοντας και άλλα κελαηδώντας γλυκά. Όταν περνούσαν από το δέντρο της κουκουβάγιας την κορόϊδευαν λέγοντας:

 -Καλημέρα γριά κουκουβάγια, πόσο άσχημη είσαι! Η σοφή κουκουβάγια δεν απαντούσε και μονολογούσε:

    -Γιατί κοιτούν πως είμαι; Αφού δεν πειράζω κανέναν, δεν πηγαίνω στις φωλιές τους να τα ενοχλήσω. Η θλίψη της μεγάλωνε μέρα με την μέρα όλο και περισσότερο.

          Ένα βράδυ όμως καθώς όλα τα πουλιά κρύφτηκαν στις φωλιές τους για να κοιμηθούν η κουκουβάγια που έμενε ξάγρυπνη όλη νύχτα, είδε με τα μεγάλα διαπεραστικά και εκφραστικά μάτια της, μια ομάδα ανθρώπων να κατασκηνώνουν στο δάσος. Ήταν κυνηγοί που περίμεναν το χάραμα να κυνηγήσουν. Δεν της πήγαινε η καρδιά να μην ειδοποιήσει τ' άλλα τα πουλιά για το τι τα περίμενε.
          Έτσι λοιπόν από εκείνη τη στιγμή, άρχιζε να βγάζει περίεργες και συνεχείς κραυγές. Τ΄άλλα πουλιά άρχισαν ν΄αναρωτιούνται, γιατί η αμίλητη κουκουβάγια ξαφνικά φώναζε. Και δεν έφτανε μόνο αυτό, άρχισε να πετάει από δέντρο σε δέντρο λέγοντας:

      -Μη βγείτε αύριο από τις φωλιές σας. Ήρθαν οι κυνηγοί θα σας σκοτώσουν. Ακούγοντας αυτά τ΄άλλα πουλιά κούρνιασαν στα ''σπίτια τους''. Οι κυνηγοί περίμεναν άδικα όλη μέρα, ώσπου στο τέλος αποφάσισαν να φύγουν κατασκηνώνοντας κάπου αλλού. Από εκείνη λοιπόν την ημέρα, όλα τα πτηνά του δάσους άλλαξαν την συμπεριφορά τους προς τη σοφή κουκουβάγια. Όχι μόνο δεν την κορόϊδεψαν άλλη φορά για την εμφάνιση της αλλά και την έκαναν αρχηγό τους. Την συμβουλεύονταν πάντα και την βοηθούσαν, γιατί τους έσωσε τη ζωή. Έτσι όλα τα πτηνά κατάλαβαν ότι δεν πρέπει να δίνουν σημάσια στην εξωτερική εμφάνιση κάποιου, αλλά στις ψυχικές του αρετές!